- ἀντιμαχομένη
- ἀντιμάχομαιfight againstpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιστασιώτης — ἀντιστασιώτης, ο (Α) [αντίστασις] αυτός που ανήκει στην αντίθετη, στην αντιμαχόμενη παράταξη … Dictionary of Greek
Μιλό ή Μιγιό, Νταριούς — (Darius Milhaud, Εξ αν Προβάνς 1892 – Παρίσι 1974). Γάλλος συνθέτης. Μετά τις μουσικές σπουδές του στο Παρίσι, αφοσιώθηκε στη σύνθεση, εμπλουτίζοντας με τον καιρό τις πηγές έμπνευσής του με φολκλορικά στοιχεία, από τις χώρες που είχε την ευκαιρία … Dictionary of Greek